Νεοελληνική μυθολογία...
Έκανε μια δήλωση ο καημένος ο Τσίπρας, λίγο μετά την επικύρωση της νέας δανειακής σύμβασης, και ξεσπάθωσαν εναντίον του τα φιλομνημονιακά θρασίμια και οι φυλλάδες αυτών. Είπε, λοιπόν ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι «μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι "είμαστε όλοι Έλληνες", αλλά μάλλον κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες: αυτοί που μας κυβερνούν…». Κατ’ αρχάς, η δήλωση του Τσίπρα είναι ατυχής και άστοχη για κάποιον που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται «αριστερός»˙ επειδή, όμως, ο ίδιος και το κόμμα του ανήκουν σε έναν συμβιβασμένο κι επαγγελματικό πολιτικό χώρο (ο οποίος έχει συνθηκολογήσει εδώ και δεκαετίες κι έχει ενταχθεί στο επίσημο εξουσιαστικό παιχνίδι), η προαναφερθείσα φράση δεν πρέπει να μας ξενίζει ή να μας προξενεί απορίες. Πάντως, οι απόψεις που διατυπώθηκαν από όσους αντέδρασαν στη «διαπίστωση» του Αλέξη είναι ακόμη πιο φαιδρές από τη σαθρή ρήση του συριζαίου πολιτικάντη. Επί παραδείγματι, το Σάββατο 25.02.2012, η Δ.Ο.Λ.ια φυλλάδα του μονίμως διαπλεκόμενου Ψυχάρη αφιέρωσε μία ολόκληρη σελίδα (προϊδεάζοντας από το πρωτοσέλιδο κι επιστρατεύοντας, μάλιστα, και κάποιους «αριστερούς») για να φιλοξενήσει αμβλυωπικές και μονόπλευρες κριτικές που «αποδεικνύουν» πως η επίμαχη δήλωση είναι ατυχής –κάνοντας, ταυτοχρόνως, και την απαραίτητη φιλομνημονιακή προπαγάνδα. Έτσι, σε ρεπορτάζ της Μαρίας Νταλιάνη με τίτλο «Κριτική από αριστερά στο "ελληνόμετρο" του Τσίπρα» («Τα Νέα», 25.02.2012, σελίδα 25), δημοσιεύονται τέσσερις γνώμες επί του θέματος. Εν πρώτοις, ο Πάνος Δημητρίου (εκ των βασικών συντελεστών της διάσπασης του Κ.Κ.Ε. με τους Δημήτρη Παρτσαλίδη και Ζήση Ζωγράφο, εν έτει 1968, και ιστορικό στέλεχος της «Ανανεωτικής Αριστεράς»), χαρακτηρίζει «σοβαρό και μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζονται "λιγότερο Έλληνες", και μάλιστα από αριστερά χείλη, πολιτικοί μας αντίπαλοι…». Ακολούθως, ο σφόδρα φιλομνημονιακός (και κήρυκας του ενοχικού συνδρόμου που «πρέπει» να μας διακατέχει άπαντες ανά την επικράτεια) συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, μιλά για «[…] αριστερή εθνικοφροσύνη, η οποία ακριβώς επιχειρεί να χωρίσει τους Έλληνες σε Έλληνες κα μη Έλληνες. Αυτό μπορεί να ηχεί ανατριχιαστικό, ανιστόρητο, μέχρι και εξοργιστικό, αλλά δεν έρχεται ξαφνικά […]» και χαρακτηρίζει την καθεστωτική Αριστερά «[…] μια παράταξη η οποία συνέβαλε την τελευταία δεκαετία στο να μην αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, από την εργατική νομοθεσία έως τα πανεπιστήμια, και κάλυψε όλη αυτή την περίοδο πολιτικά τους όποιους τραμπουκισμούς έχουν γίνει στην Αθήνα και στην Ελλάδα, όπως ακριβώς τα μετεμφυλιακά κόμματα κάλυπταν τους τραμπούκους της εποχής […] Η Ελλάδα πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ’50 και με μεγάλη μου λύπη βλέπω την Αριστερά να ηγείται.». Εδώ, οι εμετικές ασυναρτησίες του Μάρκαρη ταυτίζονται με την ψυχωτική εμμονή του Γιανναρά ότι, τις τελευταίες δεκαετίες, η «οπισθοδρομική Αριστερά» κυβερνά τη χώρα (έστω, με την ισχνή κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση που διαθέτει) και γι’ αυτό γκρεμοτσακιζόμαστε διαρκώς. Εν συνεχεία, η Άννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών και με μόνιμη στήλη στη συγκεκριμένη εφημερίδα, παρομοιάζει τα λεγόμενα του Τσίπρα με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα των χουντικών της επταετίας και καταλήγει ότι «[…] το να ακολουθεί ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τη μαύρη αυτή παράδοση που σήμερα βγάζει στους δρόμους νταήδες με λοστούς, επειδή αυτοί "είναι", λέει, "Έλληνες", αποκαλύπτει πόσο βαριά ιδεολογική ομίχλη σκεπάζει τη λεγόμενη πλέον Αριστερά.». Έτσι, η συμπαθής κατά τ’ άλλα γιαγιά, ξεμπερδεύει (με τον συνήθη τρόπο) βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τους μισθοφόρους προβοκάτορες (π.χ. χρυσαυγίτες, ασφαλίτες, κλπ.) και τους εξοργισμένους διαδηλωτές. Τέλος, ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος (ομότιμος διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) χαρακτηρίζει τη δήλωση του Τσίπρα «άστοχη […] προϊόν αμετροέπειας, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και χωρίς επιχειρησιακή εμβέλεια […]» και θεωρεί ότι «[…] μια τέτοια διάκριση απλά δεν υποστηρίζεται από το δημόσιο αίσθημα […]»˙ υποστηρίζει, δε, ότι «[…] ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας βασίζεται στην αποδοχή ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων που, συνήθως σιωπηλά, στηρίζουν έναν "ιστορικό συμβιβασμό" της καταχρεωμένης χώρας με τους ιδιοτελείς, ασφαλώς, δανειστές της […]». Κι επειδή ο εν λόγω ιστορικός κάνει λόγο για «[…] δείγμα εθνικιστικού πισωγυρίσματος ενός αριστερού (μαρξιστικού) κόμματος που απλά έχασε τη μάχη με τον "γέροντα χρόνο", όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος αν ζούσε στις μέρες μας […]», ας ανατρέξει στην Ωδή τετάρτη («Εις Σάμον») από τα «Λυρικά» του Ανδρέα Κάλβου (μήπως και αντιληφθεί ότι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια δεν αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησίας), ας δει πιο προσεκτικά τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων της τελευταίας διετίας (πριν ξαναπεί την μπούρδα περί αποδοχής των ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων) και ας μελετήσει τα αριθμητικά δεδομένα που δείχνουν ότι πολλές χώρες (οι οποίες παριστάνουν τους τιμητές) είναι ασυγκρίτως πιο χρεωμένες απ’ ό,τι η Ελλάδα…
Τώρα, ας εξηγήσουμε, γιατί η (φαινομενικώς εύστοχη) δήλωση του Τσίπρα όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά είναι και ανιστόρητη. Είναι πολύ απλό: στην αποικιοκρατούμενη Τροϊκαλάνδη των Βαλκανίων, όπως και σε όλες τις χώρες της υφηλίου, ουδέποτε υπήρξε συμπαγής εθνική ενότητα, παρά μόνο έντονη ταξική διαστρωμάτωση. Έτσι, από τα πρώτα του βήματα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος βίωσε έντονους διχασμούς λόγω της απροθυμίας της κυρίαρχης και προνομιούχου (ελέω του Σουλτάνου) τάξης των μεγαλοτσιφλικάδων και της Εκκλησίας (φυσικά) να συνεισφέρουν μέσω μιας στοιχειώδους αναδιανομής του πλούτου. Ακολούθησαν τα περιβόητα «δάνεια της Ανεξαρτησίας» και η αναπόφευκτη εξάρτηση. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, τον χειμώνα του 1940-1941, οι μη προνομιούχοι πολεμούσαν στην Πίνδο και στα χιονισμένα αλβανικά βουνά εναντίον των ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων, χιλιάδες «εθνικά μιάσματα» βρίσκονται εκτοπισμένοι σε τόπους εξορίας, ενώ οι (ανερχόμενοι τότε) μεγαλοαστοί συνέχιζαν τις (κερδοφόρες) δραστηριότητές τους στις πόλεις. Κατά τη διάρκεια της τριπλής (ναζιστικής, φασιστικής, βουλγάρικης) κατοχής, μέλη της άρχουσας μεγαλοαστικής τάξη κατέφυγαν στο εξωτερικό (παριστάνοντας τους εξόριστους αναξιοπαθούντες και περιμένοντας το πέρας του πολέμου για να επιστρέψουν ως λυτρωτές), άλλοι λούφαξαν προσαρμοζόμενοι στη νέα κατάσταση, άλλοι επιδόθηκαν σε άκρως επικερδείς δραστηριότητες (π.χ. μαύρη αγορά προϊόντων άμεσης επιβίωσης, τη στιγμή που ο πληθυσμός των αστικών κέντρων λιμοκτονούσε κυριολεκτικώς), άλλοι έγιναν επαγγελματίες δωσίλογοι και συνεργάτες του κατακτητή (όπως οι κουκουλοφόροι καταδότες, οι ταγματασφαλίτες, κλπ.) ή ανέλαβαν τη στελέχωση των δωσιλογικών κυβερνήσεων (οι οποίες παρέδωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους στους ναζί που, με τη σειρά τους, τους χρησιμοποίησαν ως σκλάβους στη γερμανική βιομηχανία) και πολύ λίγοι συμπεριφέρθηκαν με τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Πάντως, η (εν πολλοίς δωσίλογη) μεγαλοαστική τάξη όχι μόνο δε ζημιώθηκε από όλα αυτά, αλλά βγήκε πολλαπλώς κερδισμένη –μιας και στρογγυλοκάθισε στους εξουσιαστικούς θώκους της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής περιόδου και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Όσο για τον μη προνομιούχο πληθυσμό (ειδικώς, δε, για όσους αγωνίστηκαν εναντίον του ναζιφασισμού κι εντάχθηκαν στην Αριστερά διεκδικώντας έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας), η «ανταμοιβή» που εισέπραξε είναι γνωστή: λευκή τρομοκρατία, εξορίες και διωγμοί, μετανάστευση αργότερα, μια ζωή στο περιθώριο.
Αυτά είναι λίγα μόνο από τα παραδείγματα που μπορούν να καταρρίψουν (και, μάλιστα, με άνεση) τον υπερτιμημένο μύθο της εντόπιας εθνικής ενότητας. Το ίδιο σκηνικό βλέπουμε να στήνεται και σήμερα, με τη λυσσαλέα προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης για βίαιη και βιαστική αναδιανομή του πλούτου με κατεύθυνση προς τα επάνω, μέσω της διαρκούς εξαθλίωσης ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού. Εν κατακλείδι, η δήλωση του Τσίπρα (παρά τον εμφανώς ανιστόρητο χαρακτήρα της), περιγράφει επαρκώς τα συναισθήματα που αναπτύσσει όλο και περισσότερος κόσμος σχετικά με το «πολιτικό προσωπικό» (δηλαδή, την εκάστοτε ψευδοκυβέρνηση) που αναλαμβάνει την προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης –«ξύλινος» λόγος, αλλά η διαχρονική σαφήνεια προέχει της άσφαιρης ποιητικότητας. Και για να το κάνουμε πιο λιανά, όλο και πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για προδότες, δωσίλογους, τραπεζοτσολιάδες ή γερμανοτσολιάδες, και ούτω καθεξής –όσο και αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί δε βρίσκουν σύμφωνο τον «ενοχικό» κύριο Μάρκαρη και το «εκσυγχρονιστικό» του σινάφι...
Το άγαλμα του «εθνάρχη» στην (υπό ανάπλαση) παραλία της «ερωτικής» και «ανθρώπινης» Θεσσαλονίκης. Όχι, τα μπάζα δεν αποτελούν τη βάση του γλυπτού, αλλά παραπέμπουν στην ισοπέδωση και τσιμεντοποίηση (κοινώς, μπάζωμα) μιας ολόκληρης χώρας στο όνομα της «προόδου»…
Ετικέτες Κυβερνητικός δωσιλογισμός, Πολιτικαντισμός Ψωροκώσταινας
1 σχόλια:
καλό μήνα με οργή γεμάτον.
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα