Σκίτσο του Ουκρανού Juri Kozobukin
«Η εκπομπή που ακολουθεί μεταδίδεται σε επανάληψη». Το συγκεκριμένο ηχογραφημένο μήνυμα προηγείται, πλέον, σχεδόν κάθε εκπομπής του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Ένας ραδιοφωνικός σταθμός, πράγματι διαφορετικός από οποιονδήποτε άλλον, έχει μετατραπεί (από το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους) σε καρικατούρα του εαυτού του - σε ένα διάτρητο και φυτοζωόν "τρύπιο πρόγραμμα". Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Το "Τρίτο Πρόγραμμα" είναι δημιούργημα του Διονυσίου Ρώμα και πρωτοεξέπεμψε την Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 1954, μεταδίδοντας αποκλειστικά κλασική μουσική σε τετράωρη καθημερινή βάση. Τα επόμενα χρόνια υπήρχε και δεν υπήρχε, διατηρώντας μια άκρως διακριτική παρουσία. Μεταπολιτευτικά, το ανέλαβε ο Μάνος Χατζιδάκις (1975-1981) ο οποίος το αναμόρφωσε εκ βάθρων και παρουσίασε ένα θαυμαστό αποτέλεσμα, έχοντας εισάγει εκπομπές λόγου κι έχοντας ανοίξει τις πόρτες του σταθμού σε ανήσυχα και δημιουργικά πνεύματα - ξεπερνώντας, έτσι, τη στείρα αναπαραγωγή και μετάδοση μουσικής. Στη μετά Χατζιδάκι εποχή το "Τρίτο" βρίσκεται διαρκώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ λίγα χρόνια πριν το τέλος της δεύτερης χιλιετίας ενίσχυσε το σήμα του, με αποτέλεσμα η βελόνα του ραδιοφώνου να το εντοπίζει σε περισσότερες περιοχές της χώρας και πιο καθαρά.
Και φθάνουμε στις αρχές του 21ου αιώνα. Το "Τρίτο" μπαίνει στην τρίτη χιλιετία όχι ακριβώς ορμητικά αλλά, τουλάχιστον, ελπιδοφόρα. Ευφάνταστοι και ορεξάτοι συνεργάτες, μουσική (όχι μόνο συμφωνική), ποίηση, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος, άποψη και προβληματισμός. Όλα αυτά έως το θέρος του 2006, όταν το "Τρίτο" (όπως και τα υπόλοιπα κρατικά ραδιόφωνα) βρέθηκε αντιμέτωπο με τη λαιμητόμο που επικράτησε να ονομάζεται "Διάταγμα Παυλόπουλου" (Προεδρικό Διάταγμα 164/2004), ήτοι την τρίμηνη ανά 18 μήνες υποχρεωτική απομάκρυνση των εργαζομένων στην κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση - ώστε να μην μπορούν να διεκδικήσουν τη μονιμοποίησή τους (ισόβιοι συμβασιούχοι, δηλαδή). Βέβαια, το ίδιο δεν ισχύει για διευθυντάδες και συμβουλάτορες οπότε, Παναγόπουλος, Χουλιάρας, Παπαδημητρίου και συντροφία (δηλαδή, όλοι οι δημιουργικοί άνθρωποι της Ε.Ρ.Τ.) μπορούν να συνεχίσουν να μασουλάνε και να ροκανίζουν ανενόχλητοι και απρόσκοπτοι. Για τον μεν Παυλόπουλο, δε χρειάζεται να πούμε πολλά και θα ήταν αφέλεια να προσδοκούσαμε να ενδιαφερθεί για τον πολιτισμό - εξάλλου ένας εξουσιαστής είναι κι αυτός (ναι, έτσι, με "ξύλινη" γλώσσα). Ούτε από τον Παναγόπουλο και τους (παχυλότατα αμειβόμενους) παρατρεχάμενούς του μπορεί κανείς να περιμένει κάτι ουσιώδες – κομματοθρεμμένα και διορισμένα τρωκτικά είναι, όπως και οι προκάτοχοί τους. Όμως, αυτός ο λιτοδίαιτος και δημιουργικότατος κος Δημήτρης Παπαδημητρίου τι ρόλο παίζει εν τέλει; Ποια η ευθύνη του και ποιες οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του; μήπως η δουλειά του είναι να χρησιμοποιεί τις ηχογραφημένες εκπομπές προηγούμενων μηνών και να γεμίζει, έτσι, το εικοσιτετράωρο πρόγραμμα του σταθμού; Να έχουν, άραγε, δίκιο κάποιοι κακεντρεχείς που ισχυρίζονται πως χρησιμοποιεί τη δημόσια ραδιοφωνία ως εφαλτήριο για την ατομική του προβολή και για την επίτευξη των προσωπικών του φιλοδοξιών; Η θέση του είναι να συμμετέχει στην εμποροπανήγυρη της Eurovision και στις επετείους του Ο.Η.Ε.; Και όλα αυτά με το αζημίωτο και με το πρόσχημα, πάντα, της προβολής του ελληνικού πολιτισμού… Κατά τα’ άλλα, ούτε μια διαμαρτυρία, ούτε μια παραίτηση κάποιου καρεκλοκένταυρου από αυτούς που "θυσιάζονται και μοχθούν για το καλό του τόπου". Γιατί ο σταθμός δεν προσλαμβάνει νέους παραγωγούς προγράμματος; μήπως και αυτό απαγορεύεται από το διαβόητο αυτό διάταγμα; Γιατί είχε τόσο βραχύ βίο η ενδιαφέρουσα ωριαία τηλεοπτική εκπομπή "Hotel Τρίτων"; δεν την άντεχε ο προϋπολογισμός της Ε.Ρ.Τ. ή μήπως είναι καιρός να δοθεί ολοκληρωτική προσοχή και φροντίδα στις Δρούζες και στις Μπήλιες;
Αυτά εν ολίγοις συμβαίνουν στην Ε.Ρ.Τ. (την οποία συντηρούμε υποχρεωτικά μέσω τέλους στον λογαριασμό της Δ.Ε.Η.) και, ειδικότερα, σε ένα ραδιόφωνο που φιλοδόξησε (και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε) να αποτελέσει μια δροσερή όαση στους άχαρους, στεγνούς κι ευνουχιστικούς καιρούς που διανύουμε.
«Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει. Και η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά. (…) Από τη στιγμή που ο Φρανκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά προς την εκμηδένισή του. Γιατί, δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. (…)»
Απόσπασμα από το ραδιοφωνικό σχόλιο του Μάνου Χατζιδάκι "Το πρόσωπο του τέρατος και ο φόβος μήπως το συνηθίσουμε" (Κυριακή 30 Ιουλίου 1978). Από το βιβλίο "Τα σχόλια του τρίτου", εκδόσεις "Εξάντας".