Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Νεοελληνική μυθολογία...

Έκανε μια δήλωση ο καημένος ο Τσίπρας, λίγο μετά την επικύρωση της νέας δανειακής σύμβασης, και ξεσπάθωσαν εναντίον του τα φιλομνημονιακά θρασίμια και οι φυλλάδες αυτών. Είπε, λοιπόν ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ότι «μπορεί οι Ευρωπαίοι να λένε ότι "είμαστε όλοι Έλληνες", αλλά μάλλον κάποιοι Έλληνες δεν είναι και τόσο Έλληνες: αυτοί που μας κυβερνούν…». Κατ’ αρχάς, η δήλωση του Τσίπρα είναι ατυχής και άστοχη για κάποιον που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται «αριστερός»˙ επειδή, όμως, ο ίδιος και το κόμμα του ανήκουν σε έναν συμβιβασμένο κι επαγγελματικό πολιτικό χώρο (ο οποίος έχει συνθηκολογήσει εδώ και δεκαετίες κι έχει ενταχθεί στο επίσημο εξουσιαστικό παιχνίδι), η προαναφερθείσα φράση δεν πρέπει να μας ξενίζει ή να μας προξενεί απορίες. Πάντως, οι απόψεις που διατυπώθηκαν από όσους αντέδρασαν στη «διαπίστωση» του Αλέξη είναι ακόμη πιο φαιδρές από τη σαθρή ρήση του συριζαίου πολιτικάντη. Επί παραδείγματι, το Σάββατο 25.02.2012, η Δ.Ο.Λ.ια φυλλάδα του μονίμως διαπλεκόμενου Ψυχάρη αφιέρωσε μία ολόκληρη σελίδα (προϊδεάζοντας από το πρωτοσέλιδο κι επιστρατεύοντας, μάλιστα, και κάποιους «αριστερούς») για να φιλοξενήσει αμβλυωπικές και μονόπλευρες κριτικές που «αποδεικνύουν» πως η επίμαχη δήλωση είναι ατυχής –κάνοντας, ταυτοχρόνως, και την απαραίτητη φιλομνημονιακή προπαγάνδα. Έτσι, σε ρεπορτάζ της Μαρίας Νταλιάνη με τίτλο «Κριτική από αριστερά στο "ελληνόμετρο" του Τσίπρα» («Τα Νέα», 25.02.2012, σελίδα 25), δημοσιεύονται τέσσερις γνώμες επί του θέματος. Εν πρώτοις, ο Πάνος Δημητρίου (εκ των βασικών συντελεστών της διάσπασης του Κ.Κ.Ε. με τους Δημήτρη Παρτσαλίδη και Ζήση Ζωγράφο, εν έτει 1968, και ιστορικό στέλεχος της «Ανανεωτικής Αριστεράς»), χαρακτηρίζει «σοβαρό και μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζονται "λιγότερο Έλληνες", και μάλιστα από αριστερά χείλη, πολιτικοί μας αντίπαλοι…». Ακολούθως, ο σφόδρα φιλομνημονιακός (και κήρυκας του ενοχικού συνδρόμου που «πρέπει» να μας διακατέχει άπαντες ανά την επικράτεια) συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, μιλά για «[…] αριστερή εθνικοφροσύνη, η οποία ακριβώς επιχειρεί να χωρίσει τους Έλληνες σε Έλληνες κα μη Έλληνες. Αυτό μπορεί να ηχεί ανατριχιαστικό, ανιστόρητο, μέχρι και εξοργιστικό, αλλά δεν έρχεται ξαφνικά […]» και χαρακτηρίζει την καθεστωτική Αριστερά «[…] μια παράταξη η οποία συνέβαλε την τελευταία δεκαετία στο να μην αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα, από την εργατική νομοθεσία έως τα πανεπιστήμια, και κάλυψε όλη αυτή την περίοδο πολιτικά τους όποιους τραμπουκισμούς έχουν γίνει στην Αθήνα και στην Ελλάδα, όπως ακριβώς τα μετεμφυλιακά κόμματα κάλυπταν τους τραμπούκους της εποχής […] Η Ελλάδα πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ’50 και με μεγάλη μου λύπη βλέπω την Αριστερά να ηγείται.». Εδώ, οι εμετικές ασυναρτησίες του Μάρκαρη ταυτίζονται με την ψυχωτική εμμονή του Γιανναρά ότι, τις τελευταίες δεκαετίες, η «οπισθοδρομική Αριστερά» κυβερνά τη χώρα (έστω, με την ισχνή κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση που διαθέτει) και γι’ αυτό γκρεμοτσακιζόμαστε διαρκώς. Εν συνεχεία, η Άννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών και με μόνιμη στήλη στη συγκεκριμένη εφημερίδα, παρομοιάζει τα λεγόμενα του Τσίπρα με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα των χουντικών της επταετίας και καταλήγει ότι «[…] το να ακολουθεί ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τη μαύρη αυτή παράδοση που σήμερα βγάζει στους δρόμους νταήδες με λοστούς, επειδή αυτοί "είναι", λέει, "Έλληνες", αποκαλύπτει πόσο βαριά ιδεολογική ομίχλη σκεπάζει τη λεγόμενη πλέον Αριστερά.». Έτσι, η συμπαθής κατά τ’ άλλα γιαγιά, ξεμπερδεύει (με τον συνήθη τρόπο) βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τους μισθοφόρους προβοκάτορες (π.χ. χρυσαυγίτες, ασφαλίτες, κλπ.) και τους εξοργισμένους διαδηλωτές. Τέλος, ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος (ομότιμος διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) χαρακτηρίζει τη δήλωση του Τσίπρα «άστοχη […] προϊόν αμετροέπειας, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο και χωρίς επιχειρησιακή εμβέλεια […]» και θεωρεί ότι «[…] μια τέτοια διάκριση απλά δεν υποστηρίζεται από το δημόσιο αίσθημα […]»˙ υποστηρίζει, δε, ότι «[…] ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας βασίζεται στην αποδοχή ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων που, συνήθως σιωπηλά, στηρίζουν έναν "ιστορικό συμβιβασμό" της καταχρεωμένης χώρας με τους ιδιοτελείς, ασφαλώς, δανειστές της […]». Κι επειδή ο εν λόγω ιστορικός κάνει λόγο για «[…] δείγμα εθνικιστικού πισωγυρίσματος ενός αριστερού (μαρξιστικού) κόμματος που απλά έχασε τη μάχη με τον "γέροντα χρόνο", όπως θα έλεγε ο Ανδρέας Κάλβος αν ζούσε στις μέρες μας […]», ας ανατρέξει στην Ωδή τετάρτη («Εις Σάμον») από τα «Λυρικά» του Ανδρέα Κάλβου (μήπως και αντιληφθεί ότι η ελευθερία και η αξιοπρέπεια δεν αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησίας), ας δει πιο προσεκτικά τον όγκο και τον παλμό των διαδηλώσεων της τελευταίας διετίας (πριν ξαναπεί την μπούρδα περί αποδοχής των ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων) και ας μελετήσει τα αριθμητικά δεδομένα που δείχνουν ότι πολλές χώρες (οι οποίες παριστάνουν τους τιμητές) είναι ασυγκρίτως πιο χρεωμένες απ’ ό,τι η Ελλάδα…
Τώρα, ας εξηγήσουμε, γιατί η (φαινομενικώς εύστοχη) δήλωση του Τσίπρα όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά είναι και ανιστόρητη. Είναι πολύ απλό: στην αποικιοκρατούμενη Τροϊκαλάνδη των Βαλκανίων, όπως και σε όλες τις χώρες της υφηλίου, ουδέποτε υπήρξε συμπαγής εθνική ενότητα, παρά μόνο έντονη ταξική διαστρωμάτωση. Έτσι, από τα πρώτα του βήματα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος βίωσε έντονους διχασμούς λόγω της απροθυμίας της κυρίαρχης και προνομιούχου (ελέω του Σουλτάνου) τάξης των μεγαλοτσιφλικάδων και της Εκκλησίας (φυσικά) να συνεισφέρουν μέσω μιας στοιχειώδους αναδιανομής του πλούτου. Ακολούθησαν τα περιβόητα «δάνεια της Ανεξαρτησίας» και η αναπόφευκτη εξάρτηση. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, τον χειμώνα του 1940-1941, οι μη προνομιούχοι πολεμούσαν στην Πίνδο και στα χιονισμένα αλβανικά βουνά εναντίον των ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων, χιλιάδες «εθνικά μιάσματα» βρίσκονται εκτοπισμένοι σε τόπους εξορίας, ενώ οι (ανερχόμενοι τότε) μεγαλοαστοί συνέχιζαν τις (κερδοφόρες) δραστηριότητές τους στις πόλεις. Κατά τη διάρκεια της τριπλής (ναζιστικής, φασιστικής, βουλγάρικης) κατοχής, μέλη της άρχουσας μεγαλοαστικής τάξη κατέφυγαν στο εξωτερικό (παριστάνοντας τους εξόριστους αναξιοπαθούντες και περιμένοντας το πέρας του πολέμου για να επιστρέψουν ως λυτρωτές), άλλοι λούφαξαν προσαρμοζόμενοι στη νέα κατάσταση, άλλοι επιδόθηκαν σε άκρως επικερδείς δραστηριότητες (π.χ. μαύρη αγορά προϊόντων άμεσης επιβίωσης, τη στιγμή που ο πληθυσμός των αστικών κέντρων λιμοκτονούσε κυριολεκτικώς), άλλοι έγιναν επαγγελματίες δωσίλογοι και συνεργάτες του κατακτητή (όπως οι κουκουλοφόροι καταδότες, οι ταγματασφαλίτες, κλπ.) ή ανέλαβαν τη στελέχωση των δωσιλογικών κυβερνήσεων (οι οποίες παρέδωσαν τους πολιτικούς κρατούμενους στους ναζί που, με τη σειρά τους, τους χρησιμοποίησαν ως σκλάβους στη γερμανική βιομηχανία) και πολύ λίγοι συμπεριφέρθηκαν με τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Πάντως, η (εν πολλοίς δωσίλογη) μεγαλοαστική τάξη όχι μόνο δε ζημιώθηκε από όλα αυτά, αλλά βγήκε πολλαπλώς κερδισμένη –μιας και στρογγυλοκάθισε στους εξουσιαστικούς θώκους της μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής περιόδου και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Όσο για τον μη προνομιούχο πληθυσμό (ειδικώς, δε, για όσους αγωνίστηκαν εναντίον του ναζιφασισμού κι εντάχθηκαν στην Αριστερά διεκδικώντας έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας), η «ανταμοιβή» που εισέπραξε είναι γνωστή: λευκή τρομοκρατία, εξορίες και διωγμοί, μετανάστευση αργότερα, μια ζωή στο περιθώριο.

Αυτά είναι λίγα μόνο από τα παραδείγματα που μπορούν να καταρρίψουν (και, μάλιστα, με άνεση) τον υπερτιμημένο μύθο της εντόπιας εθνικής ενότητας. Το ίδιο σκηνικό βλέπουμε να στήνεται και σήμερα, με τη λυσσαλέα προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης για βίαιη και βιαστική αναδιανομή του πλούτου με κατεύθυνση προς τα επάνω, μέσω της διαρκούς εξαθλίωσης ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού. Εν κατακλείδι, η δήλωση του Τσίπρα (παρά τον εμφανώς ανιστόρητο χαρακτήρα της), περιγράφει επαρκώς τα συναισθήματα που αναπτύσσει όλο και περισσότερος κόσμος σχετικά με το «πολιτικό προσωπικό» (δηλαδή, την εκάστοτε ψευδοκυβέρνηση) που αναλαμβάνει την προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης –«ξύλινος» λόγος, αλλά η διαχρονική σαφήνεια προέχει της άσφαιρης ποιητικότητας. Και για να το κάνουμε πιο λιανά, όλο και πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για προδότες, δωσίλογους, τραπεζοτσολιάδες ή γερμανοτσολιάδες, και ούτω καθεξής –όσο και αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί δε βρίσκουν σύμφωνο τον «ενοχικό» κύριο Μάρκαρη και το «εκσυγχρονιστικό» του σινάφι...
Το άγαλμα του «εθνάρχη» στην (υπό ανάπλαση) παραλία της «ερωτικής» και «ανθρώπινης» Θεσσαλονίκης. Όχι, τα μπάζα δεν αποτελούν τη βάση του γλυπτού, αλλά παραπέμπουν στην ισοπέδωση και τσιμεντοποίηση (κοινώς, μπάζωμα) μιας ολόκληρης χώρας στο όνομα της «προόδου»…

Ετικέτες ,

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Πορνοβοσκοί Α.Ε.

Μέσα στον πανευρωπαϊκό ορυμαγδό της τροϊκανής λεηλασίας (φυσικά, τη βρώμικη δουλειά έχουν αναλάβει οι εντόπιοι εντεταλμένοι δωσίλογοι), καθώς η εξαθλίωση διευρύνεται και παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, αναδύονται στην επιφάνεια διάφορες εξωφρενικές καταστάσεις (στις οποίες, η αποχαυνωμένη μάζα δεν έδινε ποτέ ιδιαίτερη σημασία) και οι μάσκες πέφτουν οριστικά και αμετάκλητα...
Διαβάζουμε στο «Ποντίκι» (φύλλο της 26ης Ιανουαρίου 2012), σε ρεπορτάζ (που συνοδεύεται από πέντε σχετικούς πίνακες) με τίτλο «Τα κόμματα στην Ελλάδα μασάνε πολύ, μα πολύ... κοκό»: «[…] Την ώρα που το Δημόσιο έχει κηρύξει στάση πληρωμών, χρωστά σε χιλιάδες πολίτες και επιχειρήσεις και δεν επιστρέφει τον ΦΠΑ, την ώρα που το ΙΚΑ αδυνατεί να καταβάλει στην ώρα τους τις συντάξεις χιλιάδων χαμηλοσυνταξιούχων που ζουν στο όριο της φτώχειας, τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ήδη λαμβάνουν την τέταρτη υψηλότερη κρατική επιχορήγηση σε όλη την Ευρώπη. Και το χειρότερο: Για το 2011 εισέπραξαν ακόμα μεγαλύτερα ποσά από το 2010, ενώ χρωστούν πάνω από 56 εκατ. Ευρώ […] την τελευταία δεκαετία τα κόμματα εισέπραξαν 700 εκατ. ευρώ. Το ΠΑΣΟΚ από το 2000 έως και το 2011 έλαβε 254.601.870 ευρώ και η Ν.Δ. 271.146.297 ευρώ. Το επιπλέον ποσό που φαίνεται να λαμβάνει η Ν.Δ. σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ – παρ’ ότι αυτήν την περίοδο ήταν περισσότερα χρόνια αντιπολίτευση – οφείλεται στο ότι την περίοδο 2004-2009 που ήταν κυβέρνηση έγινε η μεγαλύτερη αύξηση χορηγήσεων. Το ΚΚΕ έλαβε 63.926.787 ευρώ, ο ΣΥΡΙΖΑ 47.950.315 ευρώ, ο ΛΑΟΣ 29.023.573 (2004-2011) και οι Οικολόγοι Πράσινοι 5.590.177 (2009-2011). Ο υπουργός προσπάθησε όντως να βάλει το θέμα σε μια ειλικρινή βάση. Αυτό που απέφυγε (ή δεν μπόρεσε) να πει είναι... το θέμα μας. Κι αυτό δεν είναι το ποσό της επιχορήγησης για το 2011, παρ’ ότι αυτό ήταν μεγάλο. Η είδηση ήταν ότι αυξήθηκε από το 2010, και μάλιστα κατά αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, ενώ την πρώτη χρονιά του χάους η οικονομική επιχορήγηση έφτασε τα 48,8 εκατ. ευρώ, το 2011 έφτασε τα 54 εκατ. ευρώ! Δηλαδή, ενώ όλα τα έξοδα μειώνονται ακόμη και εντελώς για όλους τους πολίτες, με το 20% να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, τα κόμματα λαμβάνουν ακόμη περισσότερα χρήματα. Και μάλιστα με μερικά από τα κονδύλια να λαμβάνονται για... ερευνητικούς σκοπούς […] έλαβαν αναλυτικά τα κόμματα με αυτήν τη δικαιολογία το 2010: ΠΑΣΟΚ 1.768.724,80 ευρώ  Ν.Δ. 1.344.300,66  ΚΚΕ 418.936,30  ΛΑΟΣ 356.412,18  ΣΥΡΙΖΑ 312.866,84  Οικολόγοι Πράσινοι 155.902,08. Το 2011 ως οικονομική ενίσχυση, ειδικά για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς, έλαβαν: ΠΑΣΟΚ 1.941.547,36  Ν.Δ. 1.517.818,04  ΚΚΕ 466.526,06  ΛΑΟΣ 389.063,72  ΣΥΡΙΖΑ 347.366,00  Οικολόγοι Πράσινοι 160.769,72. Κοντολογίς, σύμφωνα με την απάντηση, τα κόμματα έλαβαν 5 εκατ. ευρώ περισσότερα το 2011 για... ερευνητικούς σκοπούς. Πίσω από την απόφαση να αυξηθούν τα κονδύλια για τα κόμματα υπάρχει μία απόφαση της κυβέρνησης του ΓΑΠ (και ειδικότερα της υφυπουργού Εσωτερικών Θεοδώρας Τζάκρη και του υφυπουργού Οικονομικών Φ. Σαχινίδη) με την οποία ανακλήθηκε η μείωση της κρατικής επιχορήγησης των κομμάτων που είχε επιβληθεί τον Μάρτιο του 2010. Με τη νέα απόφαση τα κόμματα, από 37 εκατ. ευρώ που θα έπρεπε κανονικά να εισπράξουν το 2010, έλαβαν 48 εκατ. ευρώ, ενώ το 2011 έλαβαν 54 εκατ. [...]». Κατά τ’ άλλα, τροχοπέδη ανάπτυξης και υφεσιακός παράγοντας είναι το «εργασιακό κόστος»…
Φυσικά, οι επαγγελματίες εθνονταβατζήδες (κάθε χρώματος και απόχρωσης) δεν αρνούνται ποτέ την ετήσια επιχορήγηση, προκειμένου να συντηρήσουν τα μαγαζάκια τους –απεναντίας, θεωρούν πως τη δικαιούνται. Όμως, ενδιαφέρον παρουσιάζει η (έμπλεα θράσους και απληστίας) επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν οι εντός της καθεστωτικής (συμβιβασμένης, επαγγελματικής, αργυρώνητης, συστημικής, κλπ.) ψευδοαριστεράς. Με τους δηλωσίες του Περισσού (προσκύνησαν τον «εθνάρχη» της αντιπαροχής, το 1974, αποκομίζοντας τα σχετικά οικονομικά οφέλη και την επαγγελματική αποκατάσταση και σίγουρη συνταξιοδότηση των μεγαλοστελεχών του κόμματος) δε θα ασχοληθούμε, αφού είναι γνωστό πως πρόκειται περί μιας καλοστημένης επιχείρησης –και, μάλιστα, καπιταλιστικής, κάτι που φάνηκε με τη υπαγωγή της «Τυποεκδοτικής» στον Πτωχευτικό Κώδικα του άρθρου 99. Θα δούμε, όμως, πώς αντιμετωπίζουν την κρατικοδίαιτη χρηματοδότηση εκείνοι που διεκδικούν την ιδιότητα των «ευαίσθητων αριστερών» -ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Στις 15.01.2012, στο πρωτοσέλιδό της, η «Αυγή της Κυριακής» δημοσίευσε κείμενο (υπογραφή: Δάφνη Σφέτσα –υποψήφια στις εκλογές του 2009, με το ψηφοδέλτιο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στη Β' Αθηνών) με τίτλο «Πολιτικό Κόμμα Α.Ε.», στο οποίο αναφέρονταν (μεταξύ άλλων) τα εξής: «[…] Στη σταυροφορία κατά της χρηματοδότησης, που επί τη ευκαιρία (και για να μην ξεχνιόμαστε) παίρνει χαρακτήρα επίθεσης κατά της αριστεράς και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ, πρωτοστατεί η Ντόρα Μπακογιάννη, γνωστή για τις διασυνδέσεις της με μεγάλους επιχειρηματίες, ενώ συμπράττουν κανάλια, γνωστά για τη σκανδαλώδη εύνοιά τους από τις φορολογικές ρυθμίσεις […] Η μάχη που δίνεται από τα διάφορα κέντρα κατά της χρηματοδότησης δεν είναι τυχαία. Στην Ελλάδα του Μνημονίου, η ανεξαρτησία των κομμάτων είναι απλώς μια σπάταλη υπόθεση. Με απλοϊκά και κυνικά επιχειρήματα, στόχος είναι η άμεση διασύνδεση των κομμάτων με οικονομικά συμφέροντα και, τελικά, η ιδιωτικοποίησή τους. Με άλλα λόγια, αντί για την πάταξη της διαπλοκής πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, επιδιώκεται η θεσμική κατοχύρωσή της. Πρόκειται για την εισβολή του νεοφιλελευθερισμού -και- στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, μια προσπάθεια "αμερικανοποίησής" του, όπου θα επιβιώσει όποιος είναι το πιο καλό, υπάκουο δηλαδή στους οικονομικά ισχυρούς, παιδί ώστε να λάβει την ευγενική χορηγία τους [...]». Με απλά λόγια, οι επαγγελματίες «αριστεροί» διεκδικούν κονδύλια (τα οποία προέρχονται από την αδυσώπητη φορολογία –έμμεση και άμεση), ούτως ώστε να μπορούν να υπερασπίζονται (πάντοτε θεωρητικώς) τους χειμαζόμενους από τις φοροεπιδρομές και τα λογής χαράτσια και να εξακολουθούν να απολαμβάνουν τα πλείστα όσα προκλητικά προνόμια οι βο(υ)λευτάδες τους -τη στιγμή που οι αποδοχές των «κοινών θνητών» κινεζοποιούνται και βουλγαροποιούνται διαρκώς. Πάντως, η «Αυγή» επανήλθε στο θέμα (στις 29.01.2012, τις ημέρες που ανακοινωνόταν η νέα συμπίεση των κατώτατων μισθών και ακριβώς δύο εβδομάδες πριν υπερψηφιστεί το δεύτερο Μνημόνιο), με άρθρο της Μαριάννας Γαλανοπούλου –υπό τον κλαψιάρικο τίτλο «Κόμματα των αγορών θέλουν οι δυνάμεις του Μνημονίου»: «[…] Η συζήτηση, που άνοιξε το τελευταίο διάστημα με πλειοδοσία λαϊκισμού, μεταφέρθηκε αυτή την εβδομάδα στη Βουλή και την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Χωρίς δικές του προτάσεις αλλά με "προβληματισμούς", ο υπουργός Εσωτερικών Τ. Γιαννίτσης έδωσε το σήμα έναρξης του διαλόγου για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου της χρηματοδότησης των κομμάτων, με βασική κατεύθυνση τη μείωσή της. Έθεσε δε το περίγραμμα στους εξής άξονες: η κρατική χρηματοδότηση και ιδίως η σύνδεσή της με την οικονομική κατάσταση της χώρας, οι όροι της ιδιωτικής χρηματοδότησης, η διαφάνεια και οι διαδικασίες ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων και η τραπεζική τους δανειοδότηση […] αντί να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα της υπερχρέωσης των δύο μεγάλων κομμάτων στις τράπεζες, των σκοτεινών σχέσεων των κομμάτων εξουσίας με τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά και των εξωφρενικών συχνά δαπανών τους προεκλογικά, βρίσκεται η εύκολη λύση στο "μαχαίρι" στη χρηματοδότηση για όλους. Ένα "μαχαίρι" που αποτελεί και εξαιρετικό όπλο για το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ στην προσπάθειά του να επιτεθεί στις δυνάμεις της αριστεράς, αυτές δηλαδή που σήμερα το απειλούν. Περιορίζοντας την κρατική χρηματοδότηση κάτω από ένα μίνιμουμ, αναγκαίο για τη στοιχειώδη λειτουργία των κομμάτων, στόχος είναι να πνιγούν οι φωνές αντίστασης. Άλλωστε, τα κόμματα της αριστεράς που εκφράζουν τις αγωνίες των πολιτών και μάχονται για την ανατροπή των μέτρων που έχουν γονατίσει εργαζόμενους, ανέργους και συνταξιούχους, δεν πρόκειται να στραφούν σε "χορηγούς". Και η ελπίδα του μνημονιακού μπλοκ είναι να σωπάσουν […]». Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται και οι επαγγελματίες αντιμνημονιακοί (πολλοί εκ των οποίων πυροβολούν με άσφαιρα φραστικά πυρά εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν έχουν πρόβλημα στο να καταλαμβάνουν παχυλώς αμειβόμενες θέσεις στις Βρυξέλλες) ανησυχούν δικαίως, διότι ο κόσμος έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι τα θεσμικά παράσιτα είναι άκρως αχόρταγα και αδηφάγα…
Άλλο παράδειγμα «ευαίσθητης και αριστερής» νοοτροπίας, μας έρχεται από την (επίσης μνημονιακή) Ιταλία και αλιεύσαμε από τις στήλες της εφημερίδας «Η Εποχή», η οποία συστήνεται ως «εβδομαδιαία εφημερίδα της Ανανεωτικής Αριστεράς» - και, παλαιότερα, συμμετείχε και στο φαγοπότι των κρατικών διαφημίσεων. Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο της εν λόγω εφημερίδας υπάρχει συνέντευξη που πήρε ο Αργύρης Παναγόπουλος από τον Dino Greco (διευθυντής της εφημερίδας "Liberazione" –επίσημο όργανο του κόμματος "Rifondazione Comunista", δηλαδή «Κομμουνιστική Επανίδρυση»), όπου ο πολύπειρος Ιταλός συνδικαλιστής δηλώνει πως οι «αριστερές» εφημερίδες απειλούνται με λουκέτο λόγω του ότι η μνημονιακή ψευδοκυβέρνηση του εκεί τραπεζοτσολιά Mario Monti αποφάσισε να περιορίσει «την πενιχρή χρηματοδότηση στα συνεταιριστικά, κομματικά και κοινωνικά έντυπα που βρίσκονται εκτός των διαφημιστικών καναλιών των μεγάλων εκδοτικών ομίλων…». Όπως διαβάζουμε στην «Εποχή», οι νέες περικοπές ανέρχονται στο 70% της επιχορήγησης –ενώ, μέσα στο 2011, η απερχόμενη κυβέρνηση Berlusconi είχε εφαρμόσει περικοπές 15% σε περίπου 100 έντυπα, προτείνοντας την περαιτέρω μείωσή τους κατά 70% για το 2012. Όλα αυτά αποτελούν άμεση απειλή για περίπου 4.500 εργαζόμενους σε έντυπα τόσο της επίσημης Αριστεράς (όπως οι "Unitá" και "Il Manifesto"), όσο και δεξιές (όπως οι "La Padania" και "Il Secolo") ή θρησκόληπτες (όπως η καθολική "Avvenire"), οι οποίοι κινδυνεύουν να μείνουν άνεργοι. Σταχυολογούμε κάποια από τα λεγόμενα του Dino Greco (τις απόψεις του εκθέτει και στην προσωπική του ιστοσελίδα) στον Αργύρη Παναγόπουλο: «[…] ζητήσαμε με ανοικτή επιστολή από τον πρόεδρο της δημοκρατίας να παρέμβει τόσο προς την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι όσο και προς την κυβέρνηση Μόντι, για να επανέλθουν στον προϋπολογισμό οι πόροι για τις εκδόσεις. Πρόκειται για ψίχουλα. Ελάχιστους πόρους που είναι καθοριστικοί για την έκδοση όλων αυτών των εντύπων. Η κυβέρνηση το γνωρίζει, αλλά δεν κάνει τίποτα, γιατί θέλει απλά να πεθάνουν όλα αυτά τα έντυπα. Για να στραγγαλίσουν την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης […] Η σχέση μας με τη διαφήμιση είναι τουλάχιστον περιθωριακή [...] Η διαφήμιση πάει στους μεγάλους και τους ισχυρούς. Στην εξουσία. Με την περικοπή των πόρων θα οδηγηθούμε σε μια ανελεύθερη κατάσταση στα περίπτερα. Θα υπάρχουν μόνο οι εφημερίδες των μεγάλων χρηματοοικονομικών και άλλων λόμπι, των επιχειρηματικών ομίλων και των μεγάλων συμφερόντων [...] Για να διασωθούν πάνω από 90 έντυπα, χρειάζονται περίπου 100 εκατ. ευρώ. Ένα εξαιρετικά μικρό ποσό για τα δεδομένα της Ιταλίας. Δεν πρόκειται για τίποτα προνόμια. Δεν θέλουν να το κάνουν. Επαναλαμβάνω ότι δεν θέλουν να το κάνουν επίτηδες. Οι πόροι για τις εκδόσεις δεν δημιουργούν προβλήματα στον προϋπολογισμό [...]». Στις 8 Ιανουαρίου 2012, πάλι στην «Εποχή», σε ρεπορτάζ με τίτλο «Εκστρατεία με στόχο την κυβέρνηση για την ελευθερία της ενημέρωσης», φιλοξενείται δήλωση της Carla Cotti - εκπρόσωπος της επιτροπής συντακτών της εφημερίδας: «Οι εργαζόμενοι στη "Liberazione" συνεχίζουμε να εκδίδουμε την εφημερίδα σε PDF για να τη διαβάζουν οι αναγνώστες μας. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο διευθυντής δήλωσε ότι είναι μαζί μας και στηρίζει τις προσπάθειες επανέκδοσης της εφημερίδας. Αυτή τη στιγμή αγωνιζόμαστε όλοι μαζί, για να επιστρέψει η εφημερίδα στα περίπτερα με τη βοήθεια ενός μεγάλου κινήματος αλληλεγγύης…». Δύο εβδομάδες αργότερα, η «Εποχή» μας πληροφορεί ότι η "Liberazione" αντιμετωπίζει «αξεπέραστες δυσκολίες» και, γι’ αυτό, «[…] διέκοψε και την ηλεκτρονική έκδοσή της σε PDF, μετά τη διένεξη ανάμεσα στους εργαζόμενους και την εταιρεία έκδοσης Mrc, που ελέγχεται από τη Κομμουνιστική Επανίδρυση, ενώ εργαζόμενοι και Επανίδρυση δίνουν μια δύσκολη μάχη στο επίπεδο των μεταξύ τους σχέσεων. Η διακοπή της on line έκδοσης οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι της εφημερίδας χρησιμοποίησαν μονομερώς τους κωδικούς για να αναρτήσουν κείμενα καθώς και στην έντονη κριτική που ασκήθηκε εναντίον του διευθυντή της, Ντίνο Γκρέκο […]». Επαγγελματισμός και νοοτροπία εμπορευματική, σε έναν πολιτικό χώρο ο οποίος υποτίθεται πως προωθεί την προοπτική ενός «διαφορετικού» κόσμου και μιας «άλλης» κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η δυσκολία αυτοσυντήρησης των (επαγγελματικών) «αριστερών» κομμάτων (και των μέσων προπαγάνδας αυτών) φανερώνει την ανικανότητά τους να αποτελέσουν πειστική εναλλακτική πρόταση για τον ουσιαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Παντού επαγγελματισμός…

Ετικέτες